εγκαταδαρθάνω

εγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδαρθάνω (Α)
1. κοιμάμαι μέσα σε κάποιο χώρο
2. απαλλάσσομαι από κάποιον πηγαίνοντας για ύπνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”